- αμυγδαλάτος
- και μυγδαλάτος, -η, -ο (Μ ἀμυγδαλάτος, -η, -ον)αυτός που έχει μέγεθος αμυγδάλουνεοελλ.1. αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου, αμυγδαλωτός2. το ουδ. ως ουσ. το αμυγδαλάτοτο γλύκισμα αμυγδαλωτό*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + παραγ. κατάλ. –ατος].
Dictionary of Greek. 2013.